τοξικοῦ

τοξικοῦ
τοξικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • αφασία — Η αδυναμία ομιλίας που είναι σύμπτωμα διαφόρων παθολογικών καταστάσεων και συνήθως οφείλεται σε σοβαρές βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος (εμβολές, θρομβώσεις, όγκοι, τραύματα). Πρόσκαιρο αφασικό σύνδρομο μπορεί να εμφανιστεί και κατά την… …   Dictionary of Greek

  • αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… …   Dictionary of Greek

  • προκαΐνη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τού παρα αμινοβενζοϊκού εστέρα τής διαιθυλαμινο αιθανόλης, ελάχιστα τοξικού υποκαταστάτου τής κοκαΐνης που χρησιμοποιείται στη γηριατρική κατά τη μέθοδο Ασλάν καθώς και σε σκευάσματα πενικιλλίνης παρατεταμένης δράσης.… …   Dictionary of Greek

  • τετραχλωράνθρακας — ο, Ν χημ. άχρωμο, πτητικό, αλλά μη αναφλέξιμο υγρό, άκυκλη οργανική ένωση, τετραχλωροπαράγωγο τού μεθανίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως διαλύτης και μέσο εκχυλίσεων, αν και τελευταία η χρήση του αυτή τείνει να εγκαταλειφθεί λόγω τού τοξικού… …   Dictionary of Greek

  • τοξικόδεντρο — το, Ν βοτ. α) γένος ευφορβιιδών που περιλαμβάνει δηλητηριώδη είδη β) ονομασία τοξικού είδους τού γένους ρους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicodendron < λατ. toxicum «δηλητήριο» (< τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) + dendron (< δένδρον) …   Dictionary of Greek

  • τοξολευκωματίνη — η, Ν χημ. είδος τοξικού λευκώματος τού οποίου η πρωτεΐνη προσηλώνεται στην τοξινοφόρα ομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + λευκωματίνη (πρβλ. και τοξαλβουμίνη)] …   Dictionary of Greek

  • Άνταμς, Ρότζερ — (Roger Adams, 1889 – 1970). Αμερικανός χημικός και καθηγητής της οργανικής χημείας σε διάφορα πανεπιστήμια. Στην περίοδο του B’ Παγκοσμίου πολέμου, διετέλεσε διευθυντής του χημικού και τεχνολογικού τμήματος της Επιτροπής Ερευνών για την Εθνική… …   Dictionary of Greek

  • τοξικότητα — η 1. δηλητηριώδης ιδιότητα τοξικού φαρμάκου. 2. το ελάχιστο όριο της θανατηφόρας δράσης δηλητηριώδους ουσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”